- Περσικαί
- Περσικόςslippersfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περσικαί — Περσικός slippers fem nom/voc pl περσική slippers fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
PSILA — genus tapetis, minime villosi, quod variis coloribus pingebant Plumarii Artifices, hinc ψιλοβάφοι dicti, Veteres Glossae, Plumarius, ψιλοβάφος. Eaedem Babylonicum, ψιλὴ πολύμιτος. Eaedem, aulaeum, ψιλὴ. Vetus auctor, apud Eustathium, ψιλαὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
περσικοποιός — ὁ, Α κατασκευαστής γυναικείων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσικαί / περσικά «είδος γυναικείων υποδημάτων» + ποιός*] … Dictionary of Greek
περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ … Dictionary of Greek
ψιλάγναφος — ὁ, Α πιθ. καθαριστής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλαί (περσικαί) «περσικοί τάπητες» + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα», κατ επίδραση τού κνάφος), πρβλ. πρωτό γναφος] … Dictionary of Greek